ΟΖΩΔΗΣ ΚΝΗΦΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Ιωάννης Κιούσης, Στέλεχος Διατροφής και Διαιτολογίας.
17/10/2022. Ενημέρωση: 31/7/2023
17/10/2022. Ενημέρωση: 31/7/2023
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
1. ΟΖΩΔΗΣ ΚΝΗΦΗ ΤΙ ΕΙΝΑΙ 2. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ - με καψαϊκίνη (3 αναφορές περίπτωσης + 2 κλινικές δοκιμές) - με αγιουρβέδα + διατροφή (αναφορά περίπτωσης) Παραπομπές (5) Χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά (μέσος χρόνος ανάγνωσης = 200 λέξεις/λεπτό) |
1. ΟΖΩΔΗΣ ΚΝΗΦΗ ΤΙ ΕΙΝΑΙ
Η οζώδης κνήφη [prurigo nodularis] είναι μια οδυνηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονα κνησμώδεις, λειχηνοποιημένες ή απολεπισμένες βλατίδες και οζίδια, και περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Hyde το 1909. Ο κνησμός είναι ανεξέλεγκτος και είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί (1). |
Η οζώδης κνήφη θεωρείται ευρέως ότι αντιπροσωπεύει ένα μοτίβο δερματικής αντίδρασης σε επαναλαμβανόμενο τρίψιμο ή ξύσιμο που προκαλείται από κνησμό διαφόρων προελεύσεων. Η οζώδης κνήφη είναι συχνή σε ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα και άλλες δερματοπάθειες που προκαλούν φαγούρα, όπως ο λειχήνας.
Επιπλέον, η οζώδης κνήφη συχνά σηματοδοτεί συστημικές ασθένειες όπως ανεπάρκεια σιδήρου, ηπατική ή θυρεοειδική δυσλειτουργία, αποφρακτική νόσο των χοληφόρων, σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, λέμφωμα, λευχαιμία και άλλους κακοήθεις όγκους. Το συναισθηματικό στρες ή μια βαθιά ψυχιατρική ασθένεια φαίνεται να είναι ένας άλλος αιτιολογικός παράγοντας (1). |
Τις περισσότερες φορές, ο κνησμός καθώς και οι δερματικές βλάβες στην οζώδη κνήφη είναι ανθεκτικές στην θεραπεία με διάφορα φάρμακα. Τα τοπικά και τα από του στόματος φάρμακα έχουν αναφερθεί ότι είναι χρήσιμα σε ορισμένους ασθενείς. Ωστόσο, η θεραπεία με τα φάρμακα περιορίζεται από τις σοβαρές παρενέργειες που αυτά εμφανίζουν.
Ως πρόσθετο πρόβλημα, το ανεξέλεγκτο ξύσιμο οδηγεί σε απολέπιση και δευτερογενή φλεγμονή που καθυστερούν την βελτίωση της οζώδους κνήφης (1). |
Η οζώδης κνήφη είναι μια παρόμοια κατάσταση με τον χρόνιο απλό λειχήνα στο ότι προκύπτει από χρόνιο μηχανικό ερεθισμό του δέρματος, ωστόσο, εμφανίζεται ως διακριτοί όζοι λειχηνοποίησης και εκδοράς και όχι ως πλάκες (2).
Δείτε επίσης την ανάρτηση "θεραπεία λειχήνα με βότανα".
Δείτε επίσης την ανάρτηση "θεραπεία λειχήνα με βότανα".
2.α. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΕ ΚΑΨΑΪΚΙΝΗ
Ακολουθούν 3 μελέτες, με χρονολογική σειρά, οι οποίες ανέφεραν ότι η καψαϊκίνη είχε σημαντικές ευεργετικές επιδράσεις στην οζώδη κνήφη (1, 3, 4).
Η καψαϊκίνη, ο πικάντικος παράγοντας του κόκκινου πιπεριού και το κύριο πικάντικο συστατικό της καυτερής πιπεριάς τσίλι, έχει υποστηριχθεί ότι είναι μια αποτελεσματική, αντικνησμώδης θεραπεία για ορισμένες κνησμώδεις καταστάσεις (1).
Η καψαϊκίνη, ο πικάντικος παράγοντας του κόκκινου πιπεριού και το κύριο πικάντικο συστατικό της καυτερής πιπεριάς τσίλι, έχει υποστηριχθεί ότι είναι μια αποτελεσματική, αντικνησμώδης θεραπεία για ορισμένες κνησμώδεις καταστάσεις (1).
1. Νοέμβριος 1992
Το 1992, αναφέρθηκε για πρώτη φορά επιτυχής θεραπεία της οζώδους κνήφης με καψαϊκίνη (3). Σε 3 ασθενείς χορηγήθηκε καψαϊκίνη 0,025% και τα ευρήματα έδειξαν ότι οι βλάβες : - είτε έγιναν επίπεδες (1 ασθενής), - είτε υπήρξε εξαφάνιση τους (2 ασθενείς). Αυτές οι επιδράσεις εμφανίστηκαν μετά από 2 εβδομάδες έως 2 μήνες (3). |
2. Μάρτιος 1997
Το 1997, μια διπλά-τυφλή μελέτη συνέκρινε δύο συγκεντρώσεις καψαϊκίνης (0,025% και 0,075%) στην οζώδη κνήφη (4). Συμμετείχαν 14 ασθενείς, οι οποίοι δεν είχαν ανταποκριθεί προηγουμένως στην φαρμακευτική αγωγή. Η χρονική διάρκεια της μελέτης ήταν 2 εβδομάδες και ζητήθηκε από τους ασθενείς η ημερήσια εφαρμογή της κρέμας να είναι τρεις φορές. Τα ευρήματα έδειξαν ότι στο 36% των ασθενών (5 ασθενείς) επιτεύχθηκε πλήρης ανακούφιση από τον κνησμό. Επίσης, υπήρξε αξιοσημείωτη κλινική βελτίωση σε αυτούς τους ασθενείς δεδομένου ότι οι δερματικές βλάβες έγιναν επίπεδες. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των δύο διαφορετικών συγκεντρώσεων καψαϊκίνης που χρησιμοποιήθηκαν. |
Παρόλο ο αριθμός των ασθενών που ανταποκρίθηκε δεν είναι υψηλός, η οζώδης κνήφη έχει αναγνωριστεί ευρέως ως μία πάθηση που είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Όλοι οι ασθενείς δεν είχαν ανταποκριθεί προηγουμένως σε τοπική θεραπεία με στεροειδή, και για αυτόν τον λόγο ο αριθμός των ασθενών που ανταποκρίθηκε είναι ενθαρρυντικός.
Λόγω του ότι η καψαϊκίνη προκαλεί ερύθημα και αίσθημα καύσου ήταν αδύνατο να υπάρχει και ομάδα ελέγχου, συνεπώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τα ευρήματα μας να αποτελούν φαινόμενο placebo. Ωστόσο, σε όλους τους ασθενείς, η αντικνησμώδης επίδραση ήταν προοδευτική και αυξανόμενη επί 7 ημέρες, μέχρι που όλα τα συμπτώματα επιλύθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο από τον μηχανισμό δράσης της καψαϊκίνης. Εάν υπήρχε φαινόμενο placebo, θα αναμέναμε ότι αυτό θα ήταν μέγιστο στην αρχή, και στην συνέχεια προοδευτικά θα μειωνόταν.
Παρόλο που αυτή η μελέτη είναι πιλοτική και έχει περιορισμούς, ευθυγραμμίζεται με τα προηγούμενα ευρήματα (3) και υποδηλώνει ότι η καψαϊκίνη έχει χρήσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση της οζώδους κνήφης (4).
Λόγω του ότι η καψαϊκίνη προκαλεί ερύθημα και αίσθημα καύσου ήταν αδύνατο να υπάρχει και ομάδα ελέγχου, συνεπώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τα ευρήματα μας να αποτελούν φαινόμενο placebo. Ωστόσο, σε όλους τους ασθενείς, η αντικνησμώδης επίδραση ήταν προοδευτική και αυξανόμενη επί 7 ημέρες, μέχρι που όλα τα συμπτώματα επιλύθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο από τον μηχανισμό δράσης της καψαϊκίνης. Εάν υπήρχε φαινόμενο placebo, θα αναμέναμε ότι αυτό θα ήταν μέγιστο στην αρχή, και στην συνέχεια προοδευτικά θα μειωνόταν.
Παρόλο που αυτή η μελέτη είναι πιλοτική και έχει περιορισμούς, ευθυγραμμίζεται με τα προηγούμενα ευρήματα (3) και υποδηλώνει ότι η καψαϊκίνη έχει χρήσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση της οζώδους κνήφης (4).
3. Μάρτιος 2001
Στόχος της παρούσας μελέτης (1) ήταν να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η πρακτικότητα της καψαϊκίνης στην τοπική αγωγή της οζώδους κνήφης σε μια μεγάλη σειρά ασθενών. Η καψαϊκίνη, ο πικάντικος παράγοντας του κόκκινου πιπεριού και το κύριο πικάντικο συστατικό της καυτερής πιπεριάς τσίλι, έχει υποστηριχθεί ότι είναι μια αποτελεσματική, τοπική αντικνησμώδης θεραπεία για ορισμένες κνησμώδεις καταστάσεις. |
Μεθοδολογία:
33 ασθενείς (9 άντρες, 24 γυναίκες, 23 έως 85 ετών, διάμεση ηλικία 55 έτη) με σοβαρή οζώδη κνήφη διαφόρων προελεύσεων. Κλινικά, βρέθηκαν πολυάριθμες λειχηνοποιημένες βλατίδες και οζίδια.
Οι κνησμώδεις δερματικές βλάβες ήταν ανθεκτικές σε προηγούμενες θεραπευτικές προσπάθειες χρησιμοποιώντας είτε τοπικά είτε συστημικά φάρμακα.
Ένα ελαιώδες διάλυμα καψαϊκίνης 1% (Caesar and Loretz GmbH, Hilden, Γερμανία) προστέθηκε σε διάφορα μαλακτικά, ιδιαίτερα στο Unguentum Leniens και στο Unguentum Cordes, και εφαρμόστηκε στις δερματικές βλάβες 4 έως 6 φορές την ημέρα.
Για την ενίσχυση του ρυθμού διείσδυσης, η καψαϊκίνη χορηγήθηκε δύο φορές την ημέρα με επιδέσμους για τις πρώτες 3 ημέρες σε 13 ασθενείς. Χωρίς τους επιδέσμους, η χαμηλή συχνότητα εφαρμογής (δύο φορές την ημέρα) είχε ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του κνησμού.
Κατά την έναρξη, χρησιμοποιήθηκε κρέμα καψαϊκίνης σε συγκέντρωση 0,025% (π.χ. Extractum Capsici 1% 2,5 g σε Unguentum Leniens 100,0 g).
Μετά την διακοπή των πρωταρχικών συμπτωμάτων της νευρογενούς φλεγμονής, η συγκέντρωση της καψαϊκίνης αυξήθηκε σε μεμονωμένους ασθενείς με ρυθμό αύξησης 0,025% κάθε 3 έως 5 ημέρες έως ότου επιτεύχθηκε εκείνη συγκέντρωση που οδήγησε σε πλήρη ανακούφιση από τον κνησμό.
Η υψηλότερη συγκέντρωση που εφαρμόστηκε ήταν 0,3%.
Γενικά, οι ασθενείς δεν έλαβαν καμία άλλη τοπική ή συστημική αντικνησμώδη θεραπεία. Σε 8 ασθενείς, ωστόσο, χορηγήθηκαν επιπρόσθετα ηρεμιστικά αντιισταμινικά για περίοδο 6 ημερών μέχρι να είναι ανεκτή η πλήρης αντικνησμώδης δράση της καψαϊκίνης.
Πριν ξεκινήσει η θεραπεία με καψαϊκίνη, στις διαβρωτικές βλάβες εφαρμόστηκε βάμμα ιωδίου πολυβιδόνης. Για να εξασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή και να αξιολογηθεί η θεραπευτική επίδραση καθώς και οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της καψαϊκίνης, οι ασθενείς νοσηλεύτηκαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Σε 3 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.025% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 έως 4 μήνες.
Σε 8 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.05% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 3 μήνες (διάμεσος: 1,5 μήνας).
Σε 9 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.075% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 9 μήνες (διάμεσος: 2,8 μήνες).
Σε 10 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.1% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 33 μήνες (διάμεσος: 6,9 μήνες).
Σε 2 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.2% και η περίοδος αγωγής ήταν 5 και 6 μήνες (διάμεσος: 6,9 μήνες).
Σε 1 ασθενή, η συγκέντρωση ήταν 0.3% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 μήνες.
Μετά την διακοπή της θεραπείας, όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνταν τακτικά για έως και 6 μήνες.
Ευρήματα:
Μετά την διακοπή των συμπτωμάτων της νευρογενούς φλεγμονής, όπως το αίσθημα καύσου ή το ερύθημα, όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν πλήρη εξάλειψη του κνησμού εντός 12 ημερών (διάμεσος 4,9 ημέρες). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 25 από τους 33 ασθενείς είχαν πλήρη ανακούφιση από τον κνησμό εντός 6 ημερών.
Οι συγκεντρώσεις της καψαϊκίνης που εφαρμόστηκαν κυμαίνονταν από 0,025% έως 0,3%. Κατά μέσο όρο, συγκεντρώσεις 0,05% (8 ασθενείς), 0,075% (9 ασθενείς) και 0,1% (10 ασθενείς) φάνηκαν να είναι αποτελεσματικές. Μόνο 3 ασθενείς χρειάστηκαν συγκεντρώσεις έως 0,2% και 0,3% για να επιτευχθεί πλήρως αντικνησμώδες αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, σε 3 ασθενείς συγκεντρώσεις 0,025% ήταν επαρκείς για την καταστολή του κνησμού.
Η περίοδος αγωγής κυμαινόταν από 2 εβδομάδες έως 33 μήνες (διάμεσος: 3,8 μήνες). Η υποτροπή του κνησμού υπό θεραπεία ήταν σπάνια. Σε 2 από τους 33 ασθενείς, η αντικνησμώδης δράση μειώθηκε σημαντικά μετά από 5 και 6 μήνες, αντίστοιχα.
Επιπλέον, η καψαϊκίνη συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην σταδιακή επούλωση των δερματικών βλαβών. Επιτυγχάνοντας μια μη-κνησμώδη κατάσταση, οι δερματικές βλάβες άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά.
Τα οζίδια έγιναν επίπεδα και μαλάκωσαν μέσα σε 2 μήνες σε 24 ασθενείς. Σε 15 από αυτούς τους ασθενείς, η θεραπεία διακόπηκε επειδή οι δερματικές βλάβες ήταν σταθερές και ο κνησμός απουσίαζε.
Μετά την διακοπή της θεραπείας, ο κνησμός επανήλθε στους 16 από τους 33 ασθενείς, εντός 2 μηνών.
Με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, οι νευρικές ίνες του δέρματος φάνηκαν να είναι κανονικές και δεν βρέθηκαν εκφυλιστικές αλλαγές κατά την διάρκεια ή μετά την θεραπεία. Αντίστοιχα, κανένας από τους ασθενείς δεν αντιλήφθηκε απώλεια ευαισθησίας του δέρματος παρά τη μακροχρόνια θεραπεία και την εφαρμογή υψηλών συγκεντρώσεων καψαϊκίνης.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιορίστηκαν στις αρχικές 3 έως 5 ημέρες της θεραπείας και περιελάμβαναν αίσθημα καύσου, ερύθημα και αύξηση του κνησμού. Η σταδιακή αύξηση της συγκέντρωσης της καψαϊκίνης συνοδεύτηκε πάντα από μια ερυθηματώδη αντίδραση καύσου για 1 έως 2 ημέρες. Αυτή η παρενέργεια διήρκεσε για 20 έως 60 λεπτά και παρατηρήθηκε ότι ήταν ήπια και όχι ενοχλητική.
Σε 8 ασθενείς υπήρξε επανεμφάνιση των αρχικών αισθήσεων καύσου κατά την διάρκεια του ζεστού καιρού το καλοκαίρι. Αν και η συγκέντρωση της καψαϊκίνης ήταν μειωμένη, το θεραπευτικό σχήμα έπρεπε τελικά να διακοπεί σε 5 από αυτούς τους ασθενείς.
Δεν σημειώθηκαν άλλες επιπλοκές και δεν υπήρξαν αναφυλακτικές αντιδράσεις, αλλεργίες εξ'επαφής ή νευροτοξικές επιδράσεις που να οδηγούν σε απώλεια ευαισθησίας. Επιπλέον, ο ασθενής με ασυνεχή θεραπεία άνω των 33 μηνών δεν εμφάνισε επίσης ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Η τοπική εφαρμογή της καψαϊκίνης δεν έχει ποτέ αναφερθεί ότι προκαλεί δερματίτιδα εξ'επαφής ούτε ότι αλληλεπιδρά με άλλα τοπικά φάρμακα και φαίνεται ότι δεν οδηγεί σε συστημικές επιδράσεις.
Ως ένα μικρό μειονέκτημα, παρατηρήθηκε περιστασιακή κηλίδωση στα ρούχα λόγω του πορτοκαλί χρώματος των παρασκευασμάτων καψαϊκίνης.
Ταχυφυλαξία ίσως προκύψει από την αύξηση των συγκεντρώσεων της καψαϊκίνης και από ένα ακανόνιστο σχήμα εφαρμογής. 2 ασθενείς ανέφεραν επανεμφάνιση της φαγούρας ενώ λάμβαναν την θεραπεία με την καψαϊκίνη. Είναι ενδιαφέρον ότι η αποτελεσματικότητα της καψαϊκίνης θα μπορούσε να αποκατασταθεί μετά από μια σχετικά σύντομη διακοπή της θεραπείας.
Το 1992, αναφέρθηκε για πρώτη φορά επιτυχής θεραπεία της οζώδους κνήφης με καψαϊκίνη. Σε 3 ασθενείς χορηγήθηκε καψαϊκίνη 0,025% και οι βλάβες είτε έγιναν επίπεδες (1 ασθενής) είτε υπήρξε εξαφάνιση τους (2 ασθενείς), μέσα σε 2 εβδομάδες έως 2 μήνες (1).
Το 1997, μια διπλά-τυφλή μελέτη συνέκρινε δύο συγκεντρώσεις καψαϊκίνης (0,025% και 0,075%) στην οζώδη κνήφη. Σε 5 από τους 14 ασθενείς, μετά από 2 εβδομάδες επιτεύχθηκε πλήρης ανακούφιση από τον κνησμό και οι δερματικές βλάβες έγιναν επίπεδες. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των δύο συγκεντρώσεων καψαϊκίνης που χρησιμοποιήθηκαν (2).
Στην τρέχουσα μελέτη, η μακροχρόνια εφαρμογή και οι υψηλότερες συγκεντρώσεις καψαϊκίνης βελτίωσαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της καψαϊκίνης. Η ύπαρξη ομάδας ελέγχου φάνηκε να μην είναι δυνατή και απαραίτητη, αντίστοιχα, λόγω της τακτικής εμφάνισης των αρχικών παρενεργειών της νευρογενούς φλεγμονής και λόγω των προηγουμένως αναποτελεσματικών τοπικών θεραπειών που είχαν λάβει οι ασθενείς. Επιπλέον, ένα ποσοστό ανταπόκρισης 100% μπορεί να αναμένεται ότι θα ξεπεράσει αυτό μιας θεραπείας με εικονικό φάρμακο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανακούφιση από τον κνησμό συνοδεύτηκε από μειωμένο ρυθμό ξυσίματος, το οποίο, με την σειρά του, επέτρεψε στις βλάβες να γίνουν επίπεδες, να μαλακώσουν και τελικά την πλήρη υποχώρηση τους.
Γενικά, η συμμόρφωση των ασθενών δεν παρεμποδίστηκε από την ανάγκη εφαρμογής της καψαϊκίνης πολλές φορές την ημέρα. Ωστόσο, η διακοπή της θεραπείας ίσως οδηγήσει σε επανεμφάνιση του κύκλου φαγούρα-ξύσιμο μετά από κυμαινόμενο χρονικό διάστημα, εφ'όσον η πρωταρχική αιτία του κνησμού παραμένει χωρίς να έχει επιλυθεί.
Εκτός από την συμπτωματική αντικνησμώδη δράση, μπορεί να υποτεθεί ότι η καψαϊκίνη συμβάλλει άμεσα στην υποχώρηση των όζων.
Συμπέρασμα:
Η τοπική αγωγή της οζώδους κνήφης με καψαϊκίνη αποδείχθηκε αποτελεσματική και ασφαλής, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των δερματικών βλαβών (1).
33 ασθενείς (9 άντρες, 24 γυναίκες, 23 έως 85 ετών, διάμεση ηλικία 55 έτη) με σοβαρή οζώδη κνήφη διαφόρων προελεύσεων. Κλινικά, βρέθηκαν πολυάριθμες λειχηνοποιημένες βλατίδες και οζίδια.
Οι κνησμώδεις δερματικές βλάβες ήταν ανθεκτικές σε προηγούμενες θεραπευτικές προσπάθειες χρησιμοποιώντας είτε τοπικά είτε συστημικά φάρμακα.
Ένα ελαιώδες διάλυμα καψαϊκίνης 1% (Caesar and Loretz GmbH, Hilden, Γερμανία) προστέθηκε σε διάφορα μαλακτικά, ιδιαίτερα στο Unguentum Leniens και στο Unguentum Cordes, και εφαρμόστηκε στις δερματικές βλάβες 4 έως 6 φορές την ημέρα.
Για την ενίσχυση του ρυθμού διείσδυσης, η καψαϊκίνη χορηγήθηκε δύο φορές την ημέρα με επιδέσμους για τις πρώτες 3 ημέρες σε 13 ασθενείς. Χωρίς τους επιδέσμους, η χαμηλή συχνότητα εφαρμογής (δύο φορές την ημέρα) είχε ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του κνησμού.
Κατά την έναρξη, χρησιμοποιήθηκε κρέμα καψαϊκίνης σε συγκέντρωση 0,025% (π.χ. Extractum Capsici 1% 2,5 g σε Unguentum Leniens 100,0 g).
Μετά την διακοπή των πρωταρχικών συμπτωμάτων της νευρογενούς φλεγμονής, η συγκέντρωση της καψαϊκίνης αυξήθηκε σε μεμονωμένους ασθενείς με ρυθμό αύξησης 0,025% κάθε 3 έως 5 ημέρες έως ότου επιτεύχθηκε εκείνη συγκέντρωση που οδήγησε σε πλήρη ανακούφιση από τον κνησμό.
Η υψηλότερη συγκέντρωση που εφαρμόστηκε ήταν 0,3%.
Γενικά, οι ασθενείς δεν έλαβαν καμία άλλη τοπική ή συστημική αντικνησμώδη θεραπεία. Σε 8 ασθενείς, ωστόσο, χορηγήθηκαν επιπρόσθετα ηρεμιστικά αντιισταμινικά για περίοδο 6 ημερών μέχρι να είναι ανεκτή η πλήρης αντικνησμώδης δράση της καψαϊκίνης.
Πριν ξεκινήσει η θεραπεία με καψαϊκίνη, στις διαβρωτικές βλάβες εφαρμόστηκε βάμμα ιωδίου πολυβιδόνης. Για να εξασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή και να αξιολογηθεί η θεραπευτική επίδραση καθώς και οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της καψαϊκίνης, οι ασθενείς νοσηλεύτηκαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Σε 3 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.025% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 έως 4 μήνες.
Σε 8 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.05% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 3 μήνες (διάμεσος: 1,5 μήνας).
Σε 9 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.075% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 9 μήνες (διάμεσος: 2,8 μήνες).
Σε 10 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.1% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 εβδομάδες έως 33 μήνες (διάμεσος: 6,9 μήνες).
Σε 2 ασθενείς, η συγκέντρωση ήταν 0.2% και η περίοδος αγωγής ήταν 5 και 6 μήνες (διάμεσος: 6,9 μήνες).
Σε 1 ασθενή, η συγκέντρωση ήταν 0.3% και η περίοδος αγωγής ήταν 2 μήνες.
Μετά την διακοπή της θεραπείας, όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνταν τακτικά για έως και 6 μήνες.
Ευρήματα:
Μετά την διακοπή των συμπτωμάτων της νευρογενούς φλεγμονής, όπως το αίσθημα καύσου ή το ερύθημα, όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν πλήρη εξάλειψη του κνησμού εντός 12 ημερών (διάμεσος 4,9 ημέρες). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 25 από τους 33 ασθενείς είχαν πλήρη ανακούφιση από τον κνησμό εντός 6 ημερών.
Οι συγκεντρώσεις της καψαϊκίνης που εφαρμόστηκαν κυμαίνονταν από 0,025% έως 0,3%. Κατά μέσο όρο, συγκεντρώσεις 0,05% (8 ασθενείς), 0,075% (9 ασθενείς) και 0,1% (10 ασθενείς) φάνηκαν να είναι αποτελεσματικές. Μόνο 3 ασθενείς χρειάστηκαν συγκεντρώσεις έως 0,2% και 0,3% για να επιτευχθεί πλήρως αντικνησμώδες αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, σε 3 ασθενείς συγκεντρώσεις 0,025% ήταν επαρκείς για την καταστολή του κνησμού.
Η περίοδος αγωγής κυμαινόταν από 2 εβδομάδες έως 33 μήνες (διάμεσος: 3,8 μήνες). Η υποτροπή του κνησμού υπό θεραπεία ήταν σπάνια. Σε 2 από τους 33 ασθενείς, η αντικνησμώδης δράση μειώθηκε σημαντικά μετά από 5 και 6 μήνες, αντίστοιχα.
Επιπλέον, η καψαϊκίνη συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην σταδιακή επούλωση των δερματικών βλαβών. Επιτυγχάνοντας μια μη-κνησμώδη κατάσταση, οι δερματικές βλάβες άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά.
Τα οζίδια έγιναν επίπεδα και μαλάκωσαν μέσα σε 2 μήνες σε 24 ασθενείς. Σε 15 από αυτούς τους ασθενείς, η θεραπεία διακόπηκε επειδή οι δερματικές βλάβες ήταν σταθερές και ο κνησμός απουσίαζε.
Μετά την διακοπή της θεραπείας, ο κνησμός επανήλθε στους 16 από τους 33 ασθενείς, εντός 2 μηνών.
Με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, οι νευρικές ίνες του δέρματος φάνηκαν να είναι κανονικές και δεν βρέθηκαν εκφυλιστικές αλλαγές κατά την διάρκεια ή μετά την θεραπεία. Αντίστοιχα, κανένας από τους ασθενείς δεν αντιλήφθηκε απώλεια ευαισθησίας του δέρματος παρά τη μακροχρόνια θεραπεία και την εφαρμογή υψηλών συγκεντρώσεων καψαϊκίνης.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιορίστηκαν στις αρχικές 3 έως 5 ημέρες της θεραπείας και περιελάμβαναν αίσθημα καύσου, ερύθημα και αύξηση του κνησμού. Η σταδιακή αύξηση της συγκέντρωσης της καψαϊκίνης συνοδεύτηκε πάντα από μια ερυθηματώδη αντίδραση καύσου για 1 έως 2 ημέρες. Αυτή η παρενέργεια διήρκεσε για 20 έως 60 λεπτά και παρατηρήθηκε ότι ήταν ήπια και όχι ενοχλητική.
Σε 8 ασθενείς υπήρξε επανεμφάνιση των αρχικών αισθήσεων καύσου κατά την διάρκεια του ζεστού καιρού το καλοκαίρι. Αν και η συγκέντρωση της καψαϊκίνης ήταν μειωμένη, το θεραπευτικό σχήμα έπρεπε τελικά να διακοπεί σε 5 από αυτούς τους ασθενείς.
Δεν σημειώθηκαν άλλες επιπλοκές και δεν υπήρξαν αναφυλακτικές αντιδράσεις, αλλεργίες εξ'επαφής ή νευροτοξικές επιδράσεις που να οδηγούν σε απώλεια ευαισθησίας. Επιπλέον, ο ασθενής με ασυνεχή θεραπεία άνω των 33 μηνών δεν εμφάνισε επίσης ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Η τοπική εφαρμογή της καψαϊκίνης δεν έχει ποτέ αναφερθεί ότι προκαλεί δερματίτιδα εξ'επαφής ούτε ότι αλληλεπιδρά με άλλα τοπικά φάρμακα και φαίνεται ότι δεν οδηγεί σε συστημικές επιδράσεις.
Ως ένα μικρό μειονέκτημα, παρατηρήθηκε περιστασιακή κηλίδωση στα ρούχα λόγω του πορτοκαλί χρώματος των παρασκευασμάτων καψαϊκίνης.
Ταχυφυλαξία ίσως προκύψει από την αύξηση των συγκεντρώσεων της καψαϊκίνης και από ένα ακανόνιστο σχήμα εφαρμογής. 2 ασθενείς ανέφεραν επανεμφάνιση της φαγούρας ενώ λάμβαναν την θεραπεία με την καψαϊκίνη. Είναι ενδιαφέρον ότι η αποτελεσματικότητα της καψαϊκίνης θα μπορούσε να αποκατασταθεί μετά από μια σχετικά σύντομη διακοπή της θεραπείας.
Το 1992, αναφέρθηκε για πρώτη φορά επιτυχής θεραπεία της οζώδους κνήφης με καψαϊκίνη. Σε 3 ασθενείς χορηγήθηκε καψαϊκίνη 0,025% και οι βλάβες είτε έγιναν επίπεδες (1 ασθενής) είτε υπήρξε εξαφάνιση τους (2 ασθενείς), μέσα σε 2 εβδομάδες έως 2 μήνες (1).
Το 1997, μια διπλά-τυφλή μελέτη συνέκρινε δύο συγκεντρώσεις καψαϊκίνης (0,025% και 0,075%) στην οζώδη κνήφη. Σε 5 από τους 14 ασθενείς, μετά από 2 εβδομάδες επιτεύχθηκε πλήρης ανακούφιση από τον κνησμό και οι δερματικές βλάβες έγιναν επίπεδες. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των δύο συγκεντρώσεων καψαϊκίνης που χρησιμοποιήθηκαν (2).
Στην τρέχουσα μελέτη, η μακροχρόνια εφαρμογή και οι υψηλότερες συγκεντρώσεις καψαϊκίνης βελτίωσαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της καψαϊκίνης. Η ύπαρξη ομάδας ελέγχου φάνηκε να μην είναι δυνατή και απαραίτητη, αντίστοιχα, λόγω της τακτικής εμφάνισης των αρχικών παρενεργειών της νευρογενούς φλεγμονής και λόγω των προηγουμένως αναποτελεσματικών τοπικών θεραπειών που είχαν λάβει οι ασθενείς. Επιπλέον, ένα ποσοστό ανταπόκρισης 100% μπορεί να αναμένεται ότι θα ξεπεράσει αυτό μιας θεραπείας με εικονικό φάρμακο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανακούφιση από τον κνησμό συνοδεύτηκε από μειωμένο ρυθμό ξυσίματος, το οποίο, με την σειρά του, επέτρεψε στις βλάβες να γίνουν επίπεδες, να μαλακώσουν και τελικά την πλήρη υποχώρηση τους.
Γενικά, η συμμόρφωση των ασθενών δεν παρεμποδίστηκε από την ανάγκη εφαρμογής της καψαϊκίνης πολλές φορές την ημέρα. Ωστόσο, η διακοπή της θεραπείας ίσως οδηγήσει σε επανεμφάνιση του κύκλου φαγούρα-ξύσιμο μετά από κυμαινόμενο χρονικό διάστημα, εφ'όσον η πρωταρχική αιτία του κνησμού παραμένει χωρίς να έχει επιλυθεί.
Εκτός από την συμπτωματική αντικνησμώδη δράση, μπορεί να υποτεθεί ότι η καψαϊκίνη συμβάλλει άμεσα στην υποχώρηση των όζων.
Συμπέρασμα:
Η τοπική αγωγή της οζώδους κνήφης με καψαϊκίνη αποδείχθηκε αποτελεσματική και ασφαλής, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των δερματικών βλαβών (1).
2.α. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΕ ΑΓΙΟΥΡΒΕΔΑ + ΔΙΑΤΡΟΦΗ (αναφορά περίπτωσης)
Η περίπτωση ανταποκρίθηκε πολύ καλά και παρατηρήθηκε σημαντική κλινική βελτίωση.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι αυτή η προσέγγιση είναι πολλά υποσχόμενη και ίσως αξίζει να διερευνηθεί σε μία μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων με οζώδη κνήφη ώστε να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της (5). |
Επίσης, περιορίστηκε η χρήση καλλυντικών προϊόντων (σαπούνι, κρέμα, λάδι, αρώματα) που βασίζονταν κυρίως σε χημικές ουσίες.
Όσον αφορά την διατροφή, δόθηκαν οδηγίες στον ασθενή να καταναλώνει γεύματα:
- ελαφριά,
- μη-πικάντικα,
- με λίγο αλάτι,
- χαμηλά σε λιπαρά, και
- φρέσκα.
Του συστήθηκε να καταναλώνει συχνά :
- φρούτα,
- σαλάτες, και
- υγρά.
Περιορίστηκαν :
- τα γεύματα από φαστ φουντ καταστήματα,
- τα ποτά,
- τα μη-φυτοφαγικά γεύματα,
- τα βαριά και τα τηγανητά τρόφιμα (5).
Εάν επιθυμείτε εξατομικευμένη διατροφική υποστήριξη κάντε κλικ εδώ ή στο παρακάτω κουμπί =>
Όσον αφορά την διατροφή, δόθηκαν οδηγίες στον ασθενή να καταναλώνει γεύματα:
- ελαφριά,
- μη-πικάντικα,
- με λίγο αλάτι,
- χαμηλά σε λιπαρά, και
- φρέσκα.
Του συστήθηκε να καταναλώνει συχνά :
- φρούτα,
- σαλάτες, και
- υγρά.
Περιορίστηκαν :
- τα γεύματα από φαστ φουντ καταστήματα,
- τα ποτά,
- τα μη-φυτοφαγικά γεύματα,
- τα βαριά και τα τηγανητά τρόφιμα (5).
Εάν επιθυμείτε εξατομικευμένη διατροφική υποστήριξη κάντε κλικ εδώ ή στο παρακάτω κουμπί =>
Για οποιαδήποτε διευκρίνιση, είμαι στην διάθεση σας. Απλά, συμπληρώστε την φόρμα επικοινωνίας.